- βόλῳ
- βόλοςthrow with a casting-netmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βολῶ — ἀντιβολέω meet pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντιβολέω meet pres ind act 1st sg (attic epic doric) βολέω to be stricken pres subj act 1st sg (attic epic doric) βολέω to be stricken pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλω — βόλος throw with a casting net masc nom/voc/acc dual βόλος throw with a casting net masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλωι — βόλῳ , βόλος throw with a casting net masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] … Dictionary of Greek
ηχοβολώ — άω παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek
θηροβολώ — θηροβολῶ, έω (Α) χτυπώ θηρία, σκοτώνω άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρο βολώ, πυρο βολώ] … Dictionary of Greek
θυμοβολώ — θυμοβολῶ, έω (Μ) προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, λιθο βολώ] … Dictionary of Greek
ισιοβολώ — κάνω ίσους τους βώλους χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσιος + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βολώ, οιστρο βολώ] … Dictionary of Greek
κακοβολώ — κακοβολῶ, έω (Α) (για το παιχνίδι τών αστραγάλων) ρίχνω χωρίς επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. μακρο βολώ, πρωτο βολώ] … Dictionary of Greek
καρδιηβολώ — καρδιηβολῶ, έω (Α) βάλλω, χτυπώ στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδίη + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, φεγγο βολώ] … Dictionary of Greek